Σπιτικό στα ιταλικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
famiglia, fatto in casa, casalingo, fatta in casa, fatti in casa, in casa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, σπιτικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα ιταλικά - sperone, sprone, spronare, sperone di, spinta, speronato
- σπιρτόζος στα ιταλικά - spiritoso, lepido, arguto, spiritosa, arguta, witty
- σπλήνα στα ιταλικά - milza, la milza, della milza, spleen, nella milza
- σπογγώδης στα ιταλικά - spugnoso, spugnosa, spugnosi, spongy, spongioso
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: famiglia, fatto in casa, casalingo, fatta in casa, fatti in casa, in casa
Μεταφράσεις: famiglia, fatto in casa, casalingo, fatta in casa, fatti in casa, in casa