Σπιτικό στα πολωνικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domostwo, domowy, dom, gospodarstwo, domowej roboty, domowych, homemade, domowe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, σπιτικό στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα πολωνικά - rozporka, gniazdo, ponaglać, odgałęzienie, bodziec, falochron-ostroga, popędzać, ...
- σπιρτόζος στα πολωνικά - błyskotliwy, dowcipny, bystry, dowcipne, dowcipna, witty
- σπλήνα στα πολωνικά - złość, zgryźliwość, hipochondria, śledziona, wściekłość, chandra, śledziony, ...
- σπογγώδης στα πολωνικά - porowaty, gąbkowaty, gąbczasty, pulchny, bibulasty, gąbczasta, gąbczaste
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: domostwo, domowy, dom, gospodarstwo, domowej roboty, domowych, homemade, domowe
Μεταφράσεις: domostwo, domowy, dom, gospodarstwo, domowej roboty, domowych, homemade, domowe