Σπιτικό στα ισλανδικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bú, heimabakað, heimatilbúinn, heimasmíðaður, heimabökuðu, heimatilbúið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σπιτικό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα ισλανδικά - spori, SPUR, örva
- σπιρτόζος στα ισλανδικά - fyndinn, kersknisleg
- σπλήνα στα ισλανδικά - milta, miltað, miltisfrumuræktun, miltisfrumuræktun í, Spleen
- σπογγώδης στα ισλανδικά - spongy
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bú, heimabakað, heimatilbúinn, heimasmíðaður, heimabökuðu, heimatilbúið
Μεταφράσεις: bú, heimabakað, heimatilbúinn, heimasmíðaður, heimabökuðu, heimatilbúið