Σπιτικό στα ουκρανικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
господарство, родина, домашній, Домашний, Домашнє, домашню, домашня
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σπιτικό στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα ουκρανικά - відріг, стимул, пришпорювати, шпора, відросток
- σπιρτόζος στα ουκρανικά - свідомо, дотепний, дотепна, дотепну
- σπλήνα στα ουκρανικά - селезінка, злість, нудьга, злоба, подразнення
- σπογγώδης στα ουκρανικά - пористий, губчастий, губчате, губчатий, багнистий
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: господарство, родина, домашній, Домашний, Домашнє, домашню, домашня
Μεταφράσεις: господарство, родина, домашній, Домашний, Домашнє, домашню, домашня