Στεγαστικός στα γαλλικά

Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
placement, couverture, hébergement, logement, habitation, abri, logeant, boîtier, logements, le logement, carter
Στεγαστικός στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στεγαστικός

στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, στεγαστικός στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • στείρος στα γαλλικά - soporifique, stéréotypie, monotone, aseptisé, infructueux, aride, juvénile, ...
  • στεγάζω στα γαλλικά - recevoir, fournir, cantonner, apaiser, ajuster, convenir, équiper, ...
  • στεγνός στα γαλλικά - sèchent, séchons, sec, aride, séchez, essorer, sèchement, ...
  • στενά στα γαλλικά - détroit, défilé, traverser, excéder, lancement, voter, repasser, ...
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: placement, couverture, hébergement, logement, habitation, abri, logeant, boîtier, logements, le logement, carter