Στεγαστικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домување, сместување, домувањето, станови, станбени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στεγαστικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα σλαβομακεδονικά - стерилни, стерилен, стерилна, стерилно, стерилната
- στεγάζω στα σλαβομακεδονικά - stegazo
- στεγνός στα σλαβομακεδονικά - сув, сува, суво, суви, сувата
- στενά στα σλαβομακεδονικά - тесно, внимателно, поблиску, тесна, внимателно да
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: домување, сместување, домувањето, станови, станбени
Μεταφράσεις: домување, сместување, домувањето, станови, станбени