Στεγαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habitação, alojamentos, alojamento, carcaça, moradia, invólucro
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στεγαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα πορτογαλικά - estéril, esterilizada, estéreis, esterilizado, est�il
- στεγάζω στα πορτογαλικά - acomodar, convir, servir, stegazo
- στεγνός στα πορτογαλικά - enxuto, enxugar, seco, secar, bêbedo, árido, seca, ...
- στενά στα πορτογαλικά - vir, volver, passagem, partido, passar, de perto, perto, ...
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: habitação, alojamentos, alojamento, carcaça, moradia, invólucro
Μεταφράσεις: habitação, alojamentos, alojamento, carcaça, moradia, invólucro