Στεγαστικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
корпус
Στεγαστικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στεγαστικός

στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στεγαστικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στείρος στα λευκορωσικά - стэрыльны, стэрыльнаю, стэрыльнае, стэрыльным, стэрыльную
  • στεγάζω στα λευκορωσικά - атрымлiваць, атрымоўваць, stegazo
  • στεγνός στα λευκορωσικά - сухi, сухі, сухой, сухім, сухое, сухога
  • στενά στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, цесна, шчыльна
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: корпус