Στεγαστικός στα τσεχικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přikrývka, byt, útulek, úkryt, bydlení, ubytování, přístřeší, pouzdro, kryt, skříň
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, στεγαστικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα τσεχικά - neplodný, jalový, hluchý, suchopárný, jednotvárný, suchý, neúrodný, ...
- στεγάζω στα τσεχικά - vybavit, vyhovět, urovnat, zařídit, ubytovat, uspokojit, upravit, ...
- στεγνός στα τσεχικά - nezáživný, vyschnout, sušit, vysušit, sucho, vyschlý, ironický, ...
- στενά στα τσεχικά - pominout, přejíždět, překračovat, zemřít, plynout, chodit, minout, ...
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přikrývka, byt, útulek, úkryt, bydlení, ubytování, přístřeší, pouzdro, kryt, skříň
Μεταφράσεις: přikrývka, byt, útulek, úkryt, bydlení, ubytování, přístřeší, pouzdro, kryt, skříň