Στεγαστικός στα ισπανικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viviendas, alojamiento, caja, vivienda, la vivienda
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, στεγαστικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα ισπανικά - estéril, infecundo, estériles, esterilizada, estéril de
- στεγάζω στα ισπανικά - adaptar, alojar, ajustarse, acantonar, ajustar, acomodar, stegazo
- στεγνός στα ισπανικά - árido, seco, enjugar, secarse, irónico, secar, seca, ...
- στενά στα ισπανικά - transcurrir, alargar, entregar, votar, adelantar, pasar, ocurrir, ...
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: viviendas, alojamiento, caja, vivienda, la vivienda
Μεταφράσεις: viviendas, alojamiento, caja, vivienda, la vivienda