Στεγαστικός στα δανικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, στεγαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα δανικά - steril, sterile, sterilt
- στεγάζω στα δανικά - stegazo
- στεγνός στα δανικά - tør, tørre, tørt
- στενά στα δανικά - tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
Μεταφράσεις: boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri