Απεργοσπάστης στα γερμανικά

Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streikbrecher, krätze, schorf, fink, informant, Sie fink
Απεργοσπάστης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης

απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας γερμανικά, απεργοσπάστης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • απερίσκεπτος στα γερμανικά - rücksichtslos, ausschlag, achtlos, gedankenlos, hastig, hautausschlag, unachtsam, ...
  • απεργία στα γερμανικά - löschen, ausprägen, auslöschen, münzen, anstoßen, streik, anschlagen, ...
  • απεριποίητος στα γερμανικά - moderig, schmutzig, unsauber, dreckig, ungepflegt, ungekämmt, verwahrlost, ...
  • απεριόριστα στα γερμανικά - frei, unbegrenzt, unbeschränkt, uneingeschränkt, unbegrenzte, unbegrenzten
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: streikbrecher, krätze, schorf, fink, informant, Sie fink