Απεργοσπάστης στα δανικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Fink, til Fink
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας δανικά, απεργοσπάστης στα δανικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα δανικά - forteelser, taktløst, hensynsløs, ubetænksom, hensynsløse
- απεργία στα δανικά - slå, strejke, banke, strejken, skud, strike, angreb
- απεριποίητος στα δανικά - usoigneret, unkempt, uredt, usoignerede
- απεριόριστα στα δανικά - ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Fink, til Fink
Μεταφράσεις: Fink, til Fink