Απεργοσπάστης στα σουηδικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fink, finken, bolaget Fink
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας σουηδικά, απεργοσπάστης στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα σουηδικά - tanklös, utslag, mötesetikett, inconsiderate, hänsynslös, hänsynslöst, hänsynslösa
- απεργία στα σουηδικά - strejk, strejka, slå, strike, strejken, lösen
- απεριποίητος στα σουηδικά - ovårdad, ovårdade, misskött, unkempt, ovårdat
- απεριόριστα στα σουηδικά - obegränsad, obegränsat, Unlimited, obegränsade, fulla
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fink, finken, bolaget Fink
Μεταφράσεις: fink, finken, bolaget Fink