Απεργοσπάστης στα νορβηγικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skabb, fink, Fink og
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας νορβηγικά, απεργοσπάστης στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα νορβηγικά - voldsom, tankeløs, ubekymret, utslett, hensynsløs, hensynsløst, hensynsløse, ...
- απεργία στα νορβηγικά - streik, strike, streiken, angrep, innløsnings
- απεριποίητος στα νορβηγικά - uflidd, unkempt, ustelt, ugredde
- απεριόριστα στα νορβηγικά - ubegrenset, ubegrensede, og ubegrenset, ubegrenset antall
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: skabb, fink, Fink og
Μεταφράσεις: skabb, fink, Fink og