Απεργοσπάστης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fink, o fink, do Fink, comando fink, o comando fink
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απεργοσπάστης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα πορτογαλικά - inconsiderado, imprudente, irreverente, inconsiderate, sem consideração
- απεργία στα πορτογαλικά - percutir, bater, estrito, maçar, malhar, acertar, greve, ...
- απεριποίητος στα πορτογαλικά - despenteado, unkempt, desleixado, desleixada, desalinhadas
- απεριόριστα στα πορτογαλικά - ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fink, o fink, do Fink, comando fink, o comando fink
Μεταφράσεις: fink, o fink, do Fink, comando fink, o comando fink