Απεργοσπάστης στα λιθουανικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skundikas, Fink, streiklaužys, Streiklauzis, Nemalonų tipas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απεργοσπάστης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα λιθουανικά - neapdairus, Neįdėmiai, nedėmesingas, Neįdėmiai prie, nepaisant kitų eismo
- απεργία στα λιθουανικά - streikas, Strike, streikuoti, smūgiuotas, streiko
- απεριποίητος στα λιθουανικά - Užmirštas, Rozmamrany, susivėlęs, Apleistas, Rozmamłany
- απεριόριστα στα λιθουανικά - neribotas, Neribota, neribotą, neribotos, neribojamas
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skundikas, Fink, streiklaužys, Streiklauzis, Nemalonų tipas
Μεταφράσεις: skundikas, Fink, streiklaužys, Streiklauzis, Nemalonų tipas