Απεργοσπάστης στα ιταλικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crosta, fink, finkè, spione, di Fink
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας ιταλικά, απεργοσπάστης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα ιταλικά - impetuoso, sconsiderato, incauto, veemente, avventato, sconsiderati, inconsiderate, ...
- απεργία στα ιταλικά - percuotere, sciopero, urtare, colpo, colpire, investire, picchiare, ...
- απεριποίητος στα ιταλικά - trasandato, spettinato, scarmigliato, incolto, sciatto
- απεριόριστα στα ιταλικά - illimitato, illimitata, illimitato ad, senza limiti, illimitate
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: crosta, fink, finkè, spione, di Fink
Μεταφράσεις: crosta, fink, finkè, spione, di Fink