Απεργοσπάστης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жауты, стукач
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απεργοσπάστης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα λευκορωσικά - няўважлівы
- απεργία στα λευκορωσικά - забастоўка, страйк
- απεριποίητος στα λευκορωσικά - неахайны
- απεριόριστα στα λευκορωσικά - неабмежаваны
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жауты, стукач
Μεταφράσεις: жауты, стукач