Απεργοσπάστης στα ουκρανικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стукач
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απεργοσπάστης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα ουκρανικά - глухою, непрохідний, декламування, глухий, глухої, безглуздий, шахраї, ...
- απεργία στα ουκρανικά - вражати, запалювати, удар, добиватись, чеканити, страйк
- απεριποίητος στα ουκρανικά - неохайний, задушливий, нечесаний, затхлий, неохайного, неопрятний, неохайна
- απεριόριστα στα ουκρανικά - вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стукач
Μεταφράσεις: стукач