Απεργοσπάστης στα φινλανδικά
Μετάφραση: απεργοσπάστης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rupi, rikkuri, kapi, ilmiantaja, Fink, vasikka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργοσπάστης
απεργοσπάστης ορισμός, απεργοσπάστης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, απεργοσπάστης στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- απερίσκεπτος στα φινλανδικά - hurja, harkitsematon, varomaton, tyhmänrohkea, välittämätön, ajattelematon, holtiton, ...
- απεργία στα φινλανδικά - isku, sivaltaa, ajautua, tärskäys, löytää, lyödä, omaksua, ...
- απεριποίητος στα φινλανδικά - resuinen, tunkkainen, nukkavieru, virttynyt, hoitamaton, unkempt, hoitamattomat, ...
- απεριόριστα στα φινλανδικά - vapaasti, rajoittamaton, Unlimited, rajaton, rajoittamattoman, rajattomasti
Τυχαίες λέξεις
Απεργοσπάστης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: rupi, rikkuri, kapi, ilmiantaja, Fink, vasikka
Μεταφράσεις: rupi, rikkuri, kapi, ilmiantaja, Fink, vasikka