Ασφάλιση στα γερμανικά

Μετάφραση: ασφάλιση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versicherung, Versicherung, Versicherungs, Versicherungen, Versicherungs-
Ασφάλιση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλιση

ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση λεξικό γλώσσας γερμανικά, ασφάλιση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ασυνόδευτος στα γερμανικά - unerwartete, begleitend, ohne Begleitung, allein, unbegleitete, unbegleiteten, unbegleiteter
  • ασφάλεια στα γερμανικά - kondom, kaution, geborgenheit, bürgschaft, sicherheit, wertschrift, pfand, ...
  • ασφαλής στα γερμανικά - geschützt, safe, besorgen, panzerschrank, befestigen, zusichern, geldschrank, ...
  • ασφαλίζω στα γερμανικά - befestigen, sichern, sicherstellen, sicher, festmachen, festigen, zusichern, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλιση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: versicherung, Versicherung, Versicherungs, Versicherungen, Versicherungs-