Ασφάλιση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασφάλιση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insultar, seguro, seguros, insulto, seguro de, de seguros, de seguro
Ασφάλιση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλιση

ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασφάλιση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασυνόδευτος στα πορτογαλικά - desacompanhado, não acompanhado, não acompanhada, desacompanhada, desacompanhadas
  • ασφάλεια στα πορτογαλικά - salvaguardar, seguros, insultar, insulto, a, seguro, segurança, ...
  • ασφαλής στα πορτογαλικά - seguro, sela, cofre, segura, segurança, seguros
  • ασφαλίζω στα πορτογαλικά - seguro, segurar, garantir, assegurar, garantir a, assegurar a
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλιση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: insultar, seguro, seguros, insulto, seguro de, de seguros, de seguro