Ασφάλιση στα δανικά
Μετάφραση: ασφάλιση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsikring, forsikrings-, forsikringer, forsikringsselskab, forsikringsvirksomhed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφάλιση
ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση λεξικό γλώσσας δανικά, ασφάλιση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ασυνόδευτος στα δανικά - uledsaget, uledsagede, uden ledsagelse, ledsaget, ledsagelse
- ασφάλεια στα δανικά - sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik
- ασφαλής στα δανικά - pengeskab, sikker, sikkert, sikre, safeboks
- ασφαλίζω στα δανικά - forsikre, sikre, forsikrer, at forsikre
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλιση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsikring, forsikrings-, forsikringer, forsikringsselskab, forsikringsvirksomhed
Μεταφράσεις: forsikring, forsikrings-, forsikringer, forsikringsselskab, forsikringsvirksomhed