Ασφάλιση στα τούρκικα

Μετάφραση: ασφάλιση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sigorta, sigortası, Sigortacılık, Sigortalar, Insurance
Ασφάλιση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλιση

ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασφάλιση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ασυνόδευτος στα τούρκικα - yalnız, refakatsiz, kimsesiz, sahipsiz
  • ασφάλεια στα τούρκικα - emniyet, prezervatif, güvenlik, Security, güvenliği, bir güvenlik
  • ασφαλής στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, sağlam, emin, aman, prezervatif, güvenilir, sağlamak, ...
  • ασφαλίζω στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, emin, bağlamak, sağlamak, sigortalamak, sigorta, temin, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλιση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sigorta, sigortası, Sigortacılık, Sigortalar, Insurance