Ασφάλιση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ασφάλιση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
застраховка, осигуряване, застрахователен, застрахователно, застраховане
Ασφάλιση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλιση

ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασφάλιση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ασυνόδευτος στα βουλγαρικά - непридружен, непридружено, без придружител, непридружавания, непридружаван
  • ασφάλεια στα βουλγαρικά - сигурност, кондом, застраховка, презерватив, безопасност, сигурността, за сигурност, ...
  • ασφαλής στα βουλγαρικά - кондом, презерватив, сейф, безопасно, безопасен, безопасна, безопасното
  • ασφαλίζω στα βουλγαρικά - застраховам, застрахова, застраховане, сигурни, застраховане на
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλιση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: застраховка, осигуряване, застрахователен, застрахователно, застраховане