Οικιακός στα γερμανικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
familie, dienstbote, haushalt, privathaushalt, hausangestellte, haushalthilfe, hausangestellter, hausgehilfin, häuslich, Haushalt, Haushalts, Haus
Οικιακός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας γερμανικά, οικιακός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα γερμανικά - erobern, entsprechend, zugehörend, eigen, angebracht, sachgemäß, angemessen, ...
  • οικειότητα στα γερμανικά - kenntnis, vertrautheit, aufdringlichkeit, bekanntschaft, Intimität, Vertrautheit, Privatsphäre, ...
  • οικισμός στα γερμανικά - abwicklung, ansiedlung, kolonie, besiedlung, abmachung, pflanzung, bereinigung, ...
  • οικιστής στα γερμανικά - siedler, ansiedler, Siedler, Settler, Ansiedler
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: familie, dienstbote, haushalt, privathaushalt, hausangestellte, haushalthilfe, hausangestellter, hausgehilfin, häuslich, Haushalt, Haushalts, Haus