Οικιακός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сям'я, семья
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιακός
οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οικιακός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οικειοποιούμαι στα λευκορωσικά - oikeiopoioumai
- οικειότητα στα λευκορωσικά - блізкасць, блізкасьць
- οικισμός στα λευκορωσικά - пасёлак, мястэчка, вёска, поселок
- οικιστής στα λευκορωσικά - пасяленец
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сям'я, семья
Μεταφράσεις: сям'я, семья