Οικιακός στα κροατικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posluga, unutarnji, domaćem, domaća, domaće, domaćinstvo, kućni, kućanstvo, kućanstva, kućanstava, kućanstvu
Οικιακός στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας κροατικά, οικιακός στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα κροατικά - prigodnih, opredijeliti, prikladno, nadležna, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα κροατικά - upoznatost, intimnost, intimnosti, prisnost, prisnosti, intimu
  • οικισμός στα κροατικά - bivstvovanje, dogovor, rješenje, grad, naselje, mjesto, naselja, ...
  • οικιστής στα κροατικά - kolonist, naseljenik, naseljenika, doseljenik, settler
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: posluga, unutarnji, domaćem, domaća, domaće, domaćinstvo, kućni, kućanstvo, kućanstva, kućanstava, kućanstvu