Οικιακός στα τούρκικα

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aile, evcimen, evcil, ev, hanehalkı, hane, evsel, maddeleri
Οικιακός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικιακός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα τούρκικα - yerlikli, uygun, ilgili, yerinde, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα τούρκικα - bilgi, samimiyet, yakınlık, samimiyeti, yakınlığın, yakınlaşma
  • οικισμός στα τούρκικα - köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, ...
  • οικιστής στα τούρκικα - göçmen, yerleşimci, settler, yerleşimci bir, bir yerleşimci
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aile, evcimen, evcil, ev, hanehalkı, hane, evsel, maddeleri