Οικιακός στα ουγγρικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
háztartás, háztartási, háztartások, lakossági, a háztartási
Οικιακός στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οικιακός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα ουγγρικά - oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα ουγγρικά - meghittség, intimitás, intimitást, intimitását, bensőséges
  • οικισμός στα ουγγρικά - talajsüllyedés, süppedés, hozomány, település, elszámolási, elszámolás, rendezése, ...
  • οικιστής στα ουγγρικά - telepes, ülepítõ, ülepítő, telepesek, betelepülő
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: háztartás, háztartási, háztartások, lakossági, a háztartási