Οικιακός στα λιθουανικά
Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šeimyna, šeima, namų, Buitinė, namų ūkio, buitinės, namų ūkių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιακός
οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οικιακός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οικειοποιούμαι στα λιθουανικά - oikeiopoioumai
- οικειότητα στα λιθουανικά - intymumas, intymumo, artumas, draugystė
- οικισμός στα λιθουανικά - kaimas, gyvenvietė, atsiskaitymas, atsiskaitymų, atsiskaitymo, sprendimo
- οικιστής στα λιθουανικά - naujakurys, nusodintuvas, settler, kolonistas, atkilėlis
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šeimyna, šeima, namų, Buitinė, namų ūkio, buitinės, namų ūkių
Μεταφράσεις: šeimyna, šeima, namų, Buitinė, namų ūkio, buitinės, namų ūkių