Οικιακός στα ουκρανικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родина, господарство, національна, домашній, внутрішньодержавний, сім'я, семья
Οικιακός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικιακός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα ουκρανικά - привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα ουκρανικά - фамільярність, обізнаність, близькі, близькість
  • οικισμός στα ουκρανικά - селище, селища, містечко, село, поселок
  • οικιστής στα ουκρανικά - поселенець, сепаратор, осілий, захожий, осілого, осілого при
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: родина, господарство, національна, домашній, внутрішньодержавний, сім'я, семья