Οικιακός στα ισλανδικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innlendur, bú, heimilanna, heimili, heimila, heimilisnota, heimilis
Οικιακός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οικιακός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα ισλανδικά - oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα ισλανδικά - nánd, Kærleikar, nálægð
  • οικισμός στα ισλανδικά - byggð, uppgjör, uppgjöri, sátt
  • οικιστής στα ισλανδικά - landnámsmaðurinn, landnámsmaður, landnemi, Landsnáms-
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: innlendur, bú, heimilanna, heimili, heimila, heimilisnota, heimilis