Οφείλω στα γερμανικά
Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulden, verdanken, schuldig, verdanke, schulde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφείλω
οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας γερμανικά, οφείλω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικός στα γερμανικά - haltbar, kräftig, fest, wesentlich, substantiell, massiv, stark, ...
- ουσιώδης στα γερμανικά - unverzichtbar, dringlichkeit, unentbehrlich, vital, notwendig, unumgänglich, fundamental, ...
- οφθαλμός στα γερμανικά - mittelpunkt, nadelöhr, knospe, auge, zentrum, mitte, öhr, ...
- οχετός στα γερμανικά - kanal, trockenlegung, dachrinne, abfließen, ablauf, entwässerung, entwässerungsgraben, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schulden, verdanken, schuldig, verdanke, schulde
Μεταφράσεις: schulden, verdanken, schuldig, verdanke, schulde