Οφείλω στα σλοβακικά

Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dlhovať, sa stal dlžníkom voči, stal dlžníkom voči, môže stať zodpovedným voči, dlžiť
Οφείλω στα σλοβακικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφείλω

οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, οφείλω στα σλοβακικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικός στα σλοβακικά - podstatný, závažný, významný, značný, výrazný, základný
  • ουσιώδης στα σλοβακικά - hlavní, podstatný, dôležitý, smrteľný, životní, základní, základné, ...
  • οφθαλμός στα σλοβακικά - oko, oči
  • οχετός στα σλοβακικά - kanál, vodovod, odpad, potrubí, trubka, odtok, trativod, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: dlhovať, sa stal dlžníkom voči, stal dlžníkom voči, môže stať zodpovedným voči, dlžiť