Οφείλω στα πολωνικά

Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawdzięczać, winien, zawdzięczamy, zawdzięczam, winni
Οφείλω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφείλω

οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας πολωνικά, οφείλω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικός στα πολωνικά - zasadniczy, pokaźny, solidny, merytoryczny, poważny, konkretny, pożywny, ...
  • ουσιώδης στα πολωνικά - zasadniczy, fundamentalny, kardynalny, podstawa, ważny, funda, zasada, ...
  • οφθαλμός στα πολωνικά - wpatrywać, oczko, ślepie, oko, przypatrywać, patrzeć, Eye, ...
  • οχετός στα πολωνικά - ropociąg, przewód, studzienka, dren, osuszać, rurkowanie, odpływ, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zawdzięczać, winien, zawdzięczamy, zawdzięczam, winni