Οφείλω στα λιθουανικά
Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skolingas, skolingi, skolingus, privalome, dėkingi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφείλω
οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οφείλω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικός στα λιθουανικά - grynas, esminis, didelė, didelis, didelę, esminė
- ουσιώδης στα λιθουανικά - esminis, svarbus, svarbu, būtina, būtinas
- οφθαλμός στα λιθουανικά - akis, Akių, akies, akys, akį
- οχετός στα λιθουανικά - nuotakas, drenažas, latakas, nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skolingas, skolingi, skolingus, privalome, dėkingi
Μεταφράσεις: skolingas, skolingi, skolingus, privalome, dėkingi