Οφείλω στα εσθονικά
Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võlgnema, võlgu, võlgned, võlgneme, võlgnen, võlgnevad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφείλω
οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας εσθονικά, οφείλω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικός στα εσθονικά - mahukas, oluline, märkimisväärne, olulise, olulist, olulisi
- ουσιώδης στα εσθονικά - asendamatu, nägemisega, visuaalselt, hädavajalik, fundamentaalne, essents, eeterlik, ...
- οφθαλμός στα εσθονικά - kese, silm, pilk, silma, silmade, silmaga, eye
- οχετός στα εσθονικά - kanal, äravoolutoru, solgitorustik, veeruvahe, kuivamine, katuserenn, rentsel, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võlgnema, võlgu, võlgned, võlgneme, võlgnen, võlgnevad
Μεταφράσεις: võlgnema, võlgu, võlgned, võlgneme, võlgnen, võlgnevad