Οφείλω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
должиме, должам, должат, должите, го должат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφείλω
οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οφείλω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικός στα σλαβομακεδονικά - значително, значителен, значителни, значителна, суштински
- ουσιώδης στα σλαβομακεδονικά - од суштинско значење, суштинско значење, суштинско, суштински, основните
- οφθαλμός στα σλαβομακεδονικά - центарот, окото, око, очите, очи, внимава
- οχετός στα σλαβομακεδονικά - исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: должиме, должам, должат, должите, го должат
Μεταφράσεις: должиме, должам, должат, должите, го должат