Οφείλω στα φινλανδικά
Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olla velkaa, velkaa, sen velkaa, ansiota
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφείλω
οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οφείλω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικός στα φινλανδικά - oleellinen, merkittävä, aikamoinen, olennainen, tukeva, huomattavia, merkittäviä, ...
- ουσιώδης στα φινλανδικά - elintärkeä, perusteellinen, perustava, vireä, pakko, ensisijainen, olennainen, ...
- οφθαλμός στα φινλανδικά - keskipiste, silmu, keskiö, silmä, silmäillä, keskus, silmän, ...
- οχετός στα φινλανδικά - hormi, kuivatus, viemäri, valutus, salaojitus, vako, kanava, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: olla velkaa, velkaa, sen velkaa, ansiota
Μεταφράσεις: olla velkaa, velkaa, sen velkaa, ansiota