Πυκνωτής στα γερμανικά
Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kondensator, Kondensator, Kondensators
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνωτής
πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας γερμανικά, πυκνωτής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πυγμαίος στα γερμανικά - pygmäe, zwergmensch, Pygmäen, Zwerg, pygmy
- πυγμαχώ στα γερμανικά - verpacken, büchse, glotzkiste, dose, kiste, gehäuse, boxen, ...
- πυκνός στα γερμανικά - üppig, sämig, stark, stumpfsinnig, dicht, dick, untersetzt, ...
- πυκνότητα στα γερμανικά - dichtheit, schichtdicke, dicke, dichte, Dichte
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kondensator, Kondensator, Kondensators
Μεταφράσεις: kondensator, Kondensator, Kondensators