Πυκνωτής στα δανικά
Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kondensator, kondensatoren, kapacitor, en kondensator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνωτής
πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας δανικά, πυκνωτής στα δανικά
Μεταφράσεις
- πυγμαίος στα δανικά - pygmæ, pygmy, dværg, dværgand
- πυγμαχώ στα δανικά - kasse, dåse, kiste, Spar, rundholten, bjælke, bjælken, ...
- πυκνός στα δανικά - tyk, tæt, firskåren, tætbygget, firskårne
- πυκνότητα στα δανικά - tæthed, densitet, massefylde, density, densiteten
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kondensator, kondensatoren, kapacitor, en kondensator
Μεταφράσεις: kondensator, kondensatoren, kapacitor, en kondensator