Πυκνωτής στα ουκρανικά
Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конденсатор, конденсатора
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνωτής
πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πυκνωτής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πυγμαίος στα ουκρανικά - пігмеї, карликовий
- πυγμαχώ στα ουκρανικά - гуртка, будка, цапи, кухоль, запихати, замикати, лонжерон
- πυκνός στα ουκρανικά - жирний, тужавий, тупий, підсліпуватий, густій, товстий, щільний, ...
- πυκνότητα στα ουκρανικά - товщина, верству, прошарок, шар, верства, щільність, густина, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: конденсатор, конденсатора
Μεταφράσεις: конденсатор, конденсатора