Πυκνωτής στα σουηδικά

Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kondensator, kondensatorn, kondensatom
Πυκνωτής στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνωτής

πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας σουηδικά, πυκνωτής στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαίος στα σουηδικά - pygmy, pygmé, dvärg, Psaltria, sparv
  • πυγμαχώ στα σουηδικά - låda, skrin, lår, ask, spar, mast, masten, ...
  • πυκνός στα σουηδικά - tjock, tät, undersätsig, satta
  • πυκνότητα στα σουηδικά - densitet, täthet, densiteten, tätheten
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kondensator, kondensatorn, kondensatom