Σωματοφύλακας στα γερμανικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leibwächter, Leibwächter, Leibwache, Bodyguard
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας γερμανικά, σωματοφύλακας στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα γερμανικά - körperlich, leiblich, Körper, körperlichen, körperliche
- σωματικός στα γερμανικά - musterung, physikalisch, gewaltsam, technische, körperlich, physisch, physikalischen, ...
- σωπαίνω στα γερμανικά - schweigen, stillen, stille, ruhe, geräuschlosigkeit, halten, zu halten, ...
- σωρευτικός στα γερμανικά - anwachsend, steigernd, geballt, gesamt, kumulativ, kumulative, kumulativen, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: leibwächter, Leibwächter, Leibwache, Bodyguard
Μεταφράσεις: leibwächter, Leibwächter, Leibwache, Bodyguard