Σωματοφύλακας στα ουγγρικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testőr, testőre, vagyonvédelem, testőrt, személyi védelem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σωματοφύλακας στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα ουγγρικά - testben, testületileg, testi, a testi, személyi, test, fizikai
- σωματικός στα ουγγρικά - természettani, invalidus, fizikai, a fizikai, testi, fizikális
- σωπαίνω στα ουγγρικά - hallgatás, némaság, feledés, adásszünet, titoktartás, tartani, tartsa, ...
- σωρευτικός στα ουγγρικά - fokozódó, felhalmozott, halmozódó, halmozott, kumulatív, összesített, kumulált, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: testőr, testőre, vagyonvédelem, testőrt, személyi védelem
Μεταφράσεις: testőr, testőre, vagyonvédelem, testőrt, személyi védelem