Σωματοφύλακας στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
целаахоўнік, ахоўнік
Σωματοφύλακας στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας

σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σωματοφύλακας στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σωματικά στα λευκορωσικά - цялесны, целавы, цялесную
  • σωματικός στα λευκορωσικά - фізічная, фізічнай, Курс фізічнай, фізічны, фізычная
  • σωπαίνω στα λευκορωσικά - трымаць
  • σωρευτικός στα λευκορωσικά - сукупны
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: целаахоўнік, ахоўнік