Σωματοφύλακας στα σουηδικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livvakt, livvakten, bodyguard, livvakts
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας σουηδικά, σωματοφύλακας στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα σουηδικά - kroppslig, kroppsliga, kropps, person, kroppsskada
- σωματικός στα σουηδικά - materiell, fysisk, fysiska, fysiskt, fysikaliska, fysikalisk
- σωπαίνω στα σουηδικά - stillhet, hålla helt
- σωρευτικός στα σουηδικά - kumulativ, kumulativa, Kumulerat, ackumulerade, Sammantagen
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: livvakt, livvakten, bodyguard, livvakts
Μεταφράσεις: livvakt, livvakten, bodyguard, livvakts