Σωματοφύλακας στα τσεχικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stráž, osobní strážce, bodyguard, tělesná stráž, strážce, tělesný strážce
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας τσεχικά, σωματοφύλακας στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα τσεχικά - fyzický, tělesný, tělesné, tělesná, ublížení, ublížení na
- σωματικός στα τσεχικά - fyzický, hmotný, fyzikální, tělesný, fyzické, fyzická, fyzickou
- σωπαίνω στα τσεχικά - utišit, mlčenlivost, ticho, mlčení, držet, zachovat, udržet, ...
- σωρευτικός στα τσεχικά - kumulativní, souhrnný, kumulovaný, kumulovaná, kumulativně
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: stráž, osobní strážce, bodyguard, tělesná stráž, strážce, tělesný strážce
Μεταφράσεις: stráž, osobní strážce, bodyguard, tělesná stráž, strážce, tělesný strážce